Διαφωτίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: διαφωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
selgitama, valgustama, valgustamiseks, valgustada, valgustavad, süttib
Διαφωτίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφωτίζω

διαφωτίζω συνώνυμα, διαφωτίζω συνώνυμο, διαφωτίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διαφωτίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διαφωνία στα εσθονικά - vaidlema, eriarvamus, argument, väide, muutma, vahetama, mõttevahetus, ...
  • διαφωνώ στα εσθονικά - vaidlema, väitma, mitte nõustuma, ei nõustu, nõus, nõustu, eriarvamusel
  • διαχείμαση στα εσθονικά - talveuni, talvitumise, talvitus-, talvitumisala, talvitus, talvitumist
  • διαχειμάζω στα εσθονικά - rõõmuküllane, lustiline, lõbus, talveund magama, hibernate, talveunne, talvituvad, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφωτίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: selgitama, valgustama, valgustamiseks, valgustada, valgustavad, süttib