Δικαστικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δικαστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съдебен, съдебната, съдебно, съдебна, съдебното
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαστικός
δικαστικός γραφολόγος, δικαστικός αντιπρόσωπος 2014 αμοιβή, δικαστικός πραγματογνώμονας, δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογές 2014, δικαστικός επιμελητής - προκήρυξη διαγωνισμού έτους 2014, δικαστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δικαστικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δικαστήριο στα βουλγαρικά - трибунал, двор, съд, корт, съда, съдебно, юрисдикция
- δικαστής στα βουλγαρικά - магистрат, съдия, съдията, съдии, съди
- δικηγόρος στα βουλγαρικά - адвокат, юрист, адвоката, адвокатът
- δικτάτορας στα βουλγαρικά - диктатор, диктатора, диктаторът
Τυχαίες λέξεις
Δικαστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: съдебен, съдебната, съдебно, съдебна, съдебното
Μεταφράσεις: съдебен, съдебната, съдебно, съдебна, съдебното