Δικαστικός στα γερμανικά
Μετάφραση: δικαστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
justizgewalt, justiz, gerichtlich, Justiz-, gerichtlichen, gerichtliche
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαστικός
δικαστικός γραφολόγος, δικαστικός αντιπρόσωπος 2014 αμοιβή, δικαστικός πραγματογνώμονας, δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογές 2014, δικαστικός επιμελητής - προκήρυξη διαγωνισμού έτους 2014, δικαστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, δικαστικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- δικαστήριο στα γερμανικά - spielplatz, huldigung, hof, gerichtssaal, strafgericht, gerichtshof, motel, ...
- δικαστής στα γερμανικά - magistrat, Richter, Richters, beurteilen, Richterin
- δικηγόρος στα γερμανικά - bevollmächtigte, jurist, anwalt, rechtsanwalt, advokat, rechtsberater, Rechtsanwalt, ...
- δικτάτορας στα γερμανικά - diktierende, gewaltherrscher, diktierender, diktator, Diktator, Diktators, dictator
Τυχαίες λέξεις
Δικαστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: justizgewalt, justiz, gerichtlich, Justiz-, gerichtlichen, gerichtliche
Μεταφράσεις: justizgewalt, justiz, gerichtlich, Justiz-, gerichtlichen, gerichtliche