Δικαστικός στα δανικά

Μετάφραση: δικαστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
retslige, retslig, retligt, det retlige, judicielle
Δικαστικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαστικός

δικαστικός γραφολόγος, δικαστικός αντιπρόσωπος 2014 αμοιβή, δικαστικός πραγματογνώμονας, δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογές 2014, δικαστικός επιμελητής - προκήρυξη διαγωνισμού έτους 2014, δικαστικός λεξικό γλώσσας δανικά, δικαστικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δικαστήριο στα δανικά - gård, ret, gårdsplads, domstol, Domstolen, retten, Court
  • δικαστής στα δανικά - dommer, dommeren, dømme, dommerens
  • δικηγόρος στα δανικά - jurist, sagfører, advokat, advokaten, avocat
  • δικτάτορας στα δανικά - diktator, diktatoren, diktators, diktatorens
Τυχαίες λέξεις
Δικαστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: retslige, retslig, retligt, det retlige, judicielle