Δικαστικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δικαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
judicial, judiciária, jurisdicional, judiciário, judiciais
Δικαστικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαστικός

δικαστικός γραφολόγος, δικαστικός αντιπρόσωπος 2014 αμοιβή, δικαστικός πραγματογνώμονας, δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογές 2014, δικαστικός επιμελητής - προκήρυξη διαγωνισμού έτους 2014, δικαστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δικαστικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δικαστήριο στα πορτογαλικά - homenagem, quintal, corte, pátio, terreiro, preito, tribunal, ...
  • δικαστής στα πορτογαλικά - juiz, julgar, juiz de, juíza, juízes
  • δικηγόρος στα πορτογαλικά - gramado, advogado, advogada, advogado de, o advogado, jurista
  • δικτάτορας στα πορτογαλικά - ordem, ditador, o ditador
Τυχαίες λέξεις
Δικαστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: judicial, judiciária, jurisdicional, judiciário, judiciais