Δικαστικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: δικαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dómstóla, dómstóll, dómsvald, dómsmálayfirvöld, réttarkerfinu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαστικός
δικαστικός γραφολόγος, δικαστικός αντιπρόσωπος 2014 αμοιβή, δικαστικός πραγματογνώμονας, δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογές 2014, δικαστικός επιμελητής - προκήρυξη διαγωνισμού έτους 2014, δικαστικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δικαστικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δικαστήριο στα ισλανδικά - dómstóll, hirð, dómi, Court, Dómstóllinn, dómstóla
- δικαστής στα ισλανδικά - dómari, dæma, dómarinn, dómara
- δικηγόρος στα ισλανδικά - lögmaður, lögfræðingur, Lögmanni, lögmaðurinn, lögmanns
- δικτάτορας στα ισλανδικά - einræðisherra, einræðisherrann
Τυχαίες λέξεις
Δικαστικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dómstóla, dómstóll, dómsvald, dómsmálayfirvöld, réttarkerfinu
Μεταφράσεις: dómstóla, dómstóll, dómsvald, dómsmálayfirvöld, réttarkerfinu