Δικαστικός στα τούρκικα
Μετάφραση: δικαστικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adli, yargı, yargısal, hukuki, adlî
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαστικός
δικαστικός γραφολόγος, δικαστικός αντιπρόσωπος 2014 αμοιβή, δικαστικός πραγματογνώμονας, δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογές 2014, δικαστικός επιμελητής - προκήρυξη διαγωνισμού έτους 2014, δικαστικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, δικαστικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δικαστήριο στα τούρκικα - saray, motel, avlu, mahkeme, mahkemesi, kortu, mahkemenin
- δικαστής στα τούρκικα - yargıç, hakim, hakimi, Hâkim, yargıcı
- δικηγόρος στα τούρκικα - avukat, avukatı, bir avukat, hukukçu, Lawyer
- δικτάτορας στα τούρκικα - diktatör, diktatörü, bir diktatör, diktatörün
Τυχαίες λέξεις
Δικαστικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: adli, yargı, yargısal, hukuki, adlî
Μεταφράσεις: adli, yargı, yargısal, hukuki, adlî