Δικαστικός στα εσθονικά
Μετάφραση: δικαστικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohtulik, kohtu-, õigusalase, kohtuliku, õigusalast
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαστικός
δικαστικός γραφολόγος, δικαστικός αντιπρόσωπος 2014 αμοιβή, δικαστικός πραγματογνώμονας, δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογές 2014, δικαστικός επιμελητής - προκήρυξη διαγωνισμού έτους 2014, δικαστικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, δικαστικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- δικαστήριο στα εσθονικά - vahekohus, kurameerima, mänguväljak, õukond, tribunal, kohus, kohtu, ...
- δικαστής στα εσθονικά - magistraat, kohtunik, kohtuniku, kohtunikule, kohtunikul
- δικηγόρος στα εσθονικά - jurist, advokaat, advokaadi, advokaadile, advokaati
- δικτάτορας στα εσθονικά - diktaator, diktaatori, diktaatorile, diktaatorina
Τυχαίες λέξεις
Δικαστικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kohtulik, kohtu-, õigusalase, kohtuliku, õigusalast
Μεταφράσεις: kohtulik, kohtu-, õigusalase, kohtuliku, õigusalast