Δικαστικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: δικαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
судово, судочинства, судовий, судову, судова, судового
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαστικός
δικαστικός γραφολόγος, δικαστικός αντιπρόσωπος 2014 αμοιβή, δικαστικός πραγματογνώμονας, δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογές 2014, δικαστικός επιμελητής - προκήρυξη διαγωνισμού έτους 2014, δικαστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δικαστικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δικαστήριο στα ουκρανικά - суд, трибунал, урядування, дворище, подвір'я, двір, корт, ...
- δικαστής στα ουκρανικά - викладацький, суддя
- δικηγόρος στα ουκρανικά - закони, адвокат
- δικτάτορας στα ουκρανικά - диктатор, диктатора
Τυχαίες λέξεις
Δικαστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: судово, судочинства, судовий, судову, судова, судового
Μεταφράσεις: судово, судочинства, судовий, судову, судова, судового