Διστακτικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διστακτικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колеблив, нерешителен, колебаят, колебливо, се колебаят
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διστακτικός
διστακτικός συνώνυμο, διστακτικός στα αγγλικα, διστακτικός συνώνυμα, διστακτικός ήρωας, διστακτικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διστακτικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δισκοβολία στα βουλγαρικά - диск, хвърляне на диск
- δισταγμός στα βουλγαρικά - колебание, двоуми реализира, се двоуми реализира, се двоуми реализира за, двоуми реализира за
- διστακτικότητα στα βουλγαρικά - колебание, двоуми реализира, се двоуми реализира, се двоуми реализира за, двоуми реализира за
- διυλιστήριο στα βουλγαρικά - рафинерия, рафинерията, нефтопреработвателния завод, нефтозаводски, нефтопреработвателните заводи
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: колеблив, нерешителен, колебаят, колебливо, се колебаят
Μεταφράσεις: колеблив, нерешителен, колебаят, колебливо, се колебаят