Διστακτικός στα δανικά

Μετάφραση: διστακτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tøvende, tilbageholdende, tilbageholdende med, tøver, tøver med
Διστακτικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διστακτικός

διστακτικός συνώνυμο, διστακτικός στα αγγλικα, διστακτικός συνώνυμα, διστακτικός ήρωας, διστακτικός λεξικό γλώσσας δανικά, διστακτικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δισκοβολία στα δανικά - diskoskast
  • δισταγμός στα δανικά - tøven, tøve, tøve med, tøver
  • διστακτικότητα στα δανικά - tøven, tøve, tøve med, tøver
  • διυλιστήριο στα δανικά - raffinaderi, raffinaderiet, raffinaderiets, raffinaderier
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tøvende, tilbageholdende, tilbageholdende med, tøver, tøver med