Διστακτικός στα τσεχικά

Μετάφραση: διστακτικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bázlivý, kolísavý, nesmělý, nerozhodný, ostýchavý, váhavý, neurčitý, odporující, nedůvěřivý, váhající, váhají, váhá, váhavé
Διστακτικός στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διστακτικός

διστακτικός συνώνυμο, διστακτικός στα αγγλικα, διστακτικός συνώνυμα, διστακτικός ήρωας, διστακτικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, διστακτικός στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • δισκοβολία στα τσεχικά - disk, diskem, hod diskem
  • δισταγμός στα τσεχικά - pochyba, obava, pochybnost, váhavost, rozpaky, otálení, váhání, ...
  • διστακτικότητα στα τσεχικά - rozpaky, nerozhodnost, váhání, otálení, váhavost, zaváhání, situace změnu skóre, ...
  • διυλιστήριο στα τσεχικά - rafinérie, rafinerie, rafinérii, rafinérský, rafi- nerní
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: bázlivý, kolísavý, nesmělý, nerozhodný, ostýchavý, váhavý, neurčitý, odporující, nedůvěřivý, váhající, váhají, váhá, váhavé