Διστακτικός στα ουγγρικά

Μετάφραση: διστακτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
habozó, tétova, vonakodnak, vonakodott, vonakodik
Διστακτικός στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διστακτικός

διστακτικός συνώνυμο, διστακτικός στα αγγλικα, διστακτικός συνώνυμα, διστακτικός ήρωας, διστακτικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διστακτικός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • δισκοβολία στα ουγγρικά - diszkoszvetés, diszkoszvetésben
  • δισταγμός στα ουγγρικά - gyanakvás, kételkedés, bizalmatlan, habozás, tétovázás, hezitálás, gondolkodás, ...
  • διστακτικότητα στα ουγγρικά - habozás, tétovázás, hezitálás, gondolkodás, késlekedés
  • διυλιστήριο στα ουγγρικά - finomító, finomítói, a finomítói, finomítás, finomítóban
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: habozó, tétova, vonakodnak, vonakodott, vonakodik