Διστακτικός στα εσθονικά

Μετάφραση: διστακτικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otsustusvõimetu, tagasihoidlik, vastumeelne, väheresoluutne, uje, kõhklev, kõhklevad, kõhkles, kõhkleval, kõhkleva hoiaku
Διστακτικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διστακτικός

διστακτικός συνώνυμο, διστακτικός στα αγγλικα, διστακτικός συνώνυμα, διστακτικός ήρωας, διστακτικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, διστακτικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • δισκοβολία στα εσθονικά - kettaheide, ketas, kettaheites, kettaheite
  • δισταγμός στα εσθονικά - kahtlus, kõhklus, kahevahelolek, kõhkluseta, kõhklemata, kõhklusi
  • διστακτικότητα στα εσθονικά - kahtlus, kõhklus, kahevahelolek, kõhkluseta, kõhklemata, kõhklusi
  • διυλιστήριο στα εσθονικά - rafineerimistehas, rafineerimistehaste, rafineerimistehase, töötlemise heit-, rafineerimise
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: otsustusvõimetu, tagasihoidlik, vastumeelne, väheresoluutne, uje, kõhklev, kõhklevad, kõhkles, kõhkleval, kõhkleva hoiaku