Διστακτικός στα πολωνικά

Μετάφραση: διστακτικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chwiejny, płochliwy, bojaźliwy, niezdecydowany, nieufny, niechętny, niepewny, oporny, waha, niechętne, niezdecydowani
Διστακτικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διστακτικός

διστακτικός συνώνυμο, διστακτικός στα αγγλικα, διστακτικός συνώνυμα, διστακτικός ήρωας, διστακτικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, διστακτικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • δισκοβολία στα πολωνικά - dysk, rzut dyskiem
  • δισταγμός στα πολωνικά - niezdecydowanie, niepokój, wahanie, niepewność, obawa, wahania, zawahał, ...
  • διστακτικότητα στα πολωνικά - wahanie, niezdecydowanie, niepewność, wahania, zawahał, zawahania
  • διυλιστήριο στα πολωνικά - rafineria, rafinerii, rafineryjny, refinery, rafineryjnych
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: chwiejny, płochliwy, bojaźliwy, niezdecydowany, nieufny, niechętny, niepewny, oporny, waha, niechętne, niezdecydowani