Διστακτικός στα σλοβενικά
Μετάφραση: διστακτικός, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neodločni, okleval, neodločene, oklevajo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διστακτικός
διστακτικός συνώνυμο, διστακτικός στα αγγλικα, διστακτικός συνώνυμα, διστακτικός ήρωας, διστακτικός λεξικό γλώσσας σλοβενικά, διστακτικός στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- δισκοβολία στα σλοβενικά - disk, discus, diskus, Diskusi, diskuse, diskusov
- δισταγμός στα σλοβενικά - obotavljanja, oklevanje, omahovanje, obotavljanje, oklevanja
- διστακτικότητα στα σλοβενικά - obotavljanja, oklevanje, omahovanje, obotavljanje, oklevanja
- διυλιστήριο στα σλοβενικά - rafinerija, rafinerije, rafineriji, rafinerijskih, iz rafinerije
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικός στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: neodločni, okleval, neodločene, oklevajo
Μεταφράσεις: neodločni, okleval, neodločene, oklevajo