Δυσχέρεια στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δυσχέρεια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трудности, затруднение, трудност, затруднения, затруднено
Δυσχέρεια στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσχέρεια

οικονομική δυσχέρεια, δυσχέρεια ορισμός, εμβρυϊκή δυσχέρεια, αναπνευστική δυσχέρεια, δυσχέρεια στην αναπνοή, δυσχέρεια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δυσχέρεια στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • δυσφημώ στα βουλγαρικά - клевета, злословя, клеветя
  • δυσφορία στα βουλγαρικά - неудобство, неразположение, дискомфорт, дискомфорт в
  • δυσχεραίνω στα βουλγαρικά - кошници, затруднява, кошници за
  • δυσωδία στα βουλγαρικά - зловоние, смрад, воня, миризма, вонята
Τυχαίες λέξεις
Δυσχέρεια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: трудности, затруднение, трудност, затруднения, затруднено