Δυσχέρεια στα ουκρανικά

Μετάφραση: δυσχέρεια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
труднощі, перешкода, складність, трудність
Δυσχέρεια στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσχέρεια

οικονομική δυσχέρεια, δυσχέρεια ορισμός, εμβρυϊκή δυσχέρεια, αναπνευστική δυσχέρεια, δυσχέρεια στην αναπνοή, δυσχέρεια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δυσχέρεια στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δυσφημώ στα ουκρανικά - наклеп, лихослів'я, лихословити, обмовляти, зводити наклеп, брехати, зводити наклепи
  • δυσφορία στα ουκρανικά - дискомфорт, незадоволений, незадоволення, незручність, дискомфорту
  • δυσχεραίνω στα ουκρανικά - безгрішність, кошика, кошики, корзини, кошику, кошик
  • δυσωδία στα ουκρανικά - сморід, вонь
Τυχαίες λέξεις
Δυσχέρεια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: труднощі, перешкода, складність, трудність