Εισχωρώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εισχωρώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проникне, проникнат, проникват, прониква, да проникне
Εισχωρώ στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισχωρώ

εισχωρώ συνώνυμο, εισχωρώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εισχωρώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εισπνοή στα βουλγαρικά - вдухания, инхалация, вдишване, инхалиране, при вдишване, инхалационна
  • εισροή στα βουλγαρικά - приток, вливане, прилив, наплив, притока
  • εισόδημα στα βουλγαρικά - доход, доходите, доходи, приходи, дохода
  • εκατομμύριο στα βουλγαρικά - милион, милиона, млн
Τυχαίες λέξεις
Εισχωρώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: проникне, проникнат, проникват, прониква, да проникне