Εισχωρώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: εισχωρώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doordringen, binnendringen, dringen, penetreren, door te dringen
Εισχωρώ στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισχωρώ

εισχωρώ συνώνυμο, εισχωρώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εισχωρώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εισπνοή στα ολλανδικά - inademing, inhalatie, inademen, het inademen, inhaleren
  • εισροή στα ολλανδικά - instroom, toevloed, instroming, toestroom
  • εισόδημα στα ολλανδικά - verdienste, opbrengst, inkomen, rente, ontvangst, inkomsten, baten, ...
  • εκατομμύριο στα ολλανδικά - miljoen, miljoen euro, mln
Τυχαίες λέξεις
Εισχωρώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: doordringen, binnendringen, dringen, penetreren, door te dringen