Εισχωρώ στα δανικά

Μετάφραση: εισχωρώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
trænge, trænge ind, trænger, trænge igennem, gennemtrænge
Εισχωρώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισχωρώ

εισχωρώ συνώνυμο, εισχωρώ λεξικό γλώσσας δανικά, εισχωρώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εισπνοή στα δανικά - inhalation, indånding, inhalering, ved indånding
  • εισροή στα δανικά - tilstrømning, indstrømning, tilgang, tilstrømningen, tilgangen
  • εισόδημα στα δανικά - indkomst, indtægt, indtægter, resultatopgørelsen, indkomster
  • εκατομμύριο στα δανικά - million, millioner, mio
Τυχαίες λέξεις
Εισχωρώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: trænge, trænge ind, trænger, trænge igennem, gennemtrænge