Εισχωρώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: εισχωρώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prasiskverbti, įsiskverbti, įsiskverbia, skverbtis, įsiskverbti į
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισχωρώ
εισχωρώ συνώνυμο, εισχωρώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εισχωρώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εισπνοή στα λιθουανικά - įkvėpimas, įkvėpus, inhaliacinis, inhaliaciniai, inhaliacijos
- εισροή στα λιθουανικά - įplaukos, srautas, gautos pajamos, bus gautos pajamos, įplaukas
- εισόδημα στα λιθουανικά - pajamos, pajamų, pajamas, pelno
- εκατομμύριο στα λιθουανικά - milijonas, mln, milijonų, milijono, milijonai
Τυχαίες λέξεις
Εισχωρώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prasiskverbti, įsiskverbti, įsiskverbia, skverbtis, įsiskverbti į
Μεταφράσεις: prasiskverbti, įsiskverbti, įsiskverbia, skverbtis, įsiskverbti į