Εισχωρώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: εισχωρώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
земля, проникати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισχωρώ
εισχωρώ συνώνυμο, εισχωρώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εισχωρώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εισπνοή στα ουκρανικά - оселям, житлами, оселями, осель, житлах, житлі, інгаляція, ...
- εισροή στα ουκρανικά - грип, приплив, притока, притік, приток, притоку
- εισόδημα στα ουκρανικά - мстити, помста, помститися, мститися, помщатися, дохід, прибуток, ...
- εκατομμύριο στα ουκρανικά - мільйон
Τυχαίες λέξεις
Εισχωρώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: земля, проникати
Μεταφράσεις: земля, проникати