Εισχωρώ στα πολωνικά
Μετάφραση: εισχωρώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przenikać, infiltrować, przesączać, penetrować, wnikać, przebić, spenetrować
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισχωρώ
εισχωρώ συνώνυμο, εισχωρώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, εισχωρώ στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- εισπνοή στα πολωνικά - wdychanie, wdech, wziewanie, inhalacja, wdychaniu, drogi oddechowe
- εισροή στα πολωνικά - napływ, dopływ, wpływanie, ujście, napływu, wpływy, dopływu
- εισόδημα στα πολωνικά - przychód, dochód, wpływy, dochody, przychody
- εκατομμύριο στα πολωνικά - milion, mln, milionów, miliona, miliony
Τυχαίες λέξεις
Εισχωρώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przenikać, infiltrować, przesączać, penetrować, wnikać, przebić, spenetrować
Μεταφράσεις: przenikać, infiltrować, przesączać, penetrować, wnikać, przebić, spenetrować