Εισχωρώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εισχωρώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
infestar, infiltrar, penetrar, penetram, penetração, penetre, penetra
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισχωρώ
εισχωρώ συνώνυμο, εισχωρώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εισχωρώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εισπνοή στα πορτογαλικά - inalação, a inalação, de inalação, inala�o, por inalação
- εισροή στα πορτογαλικά - influxo, afluxo, afluência, entrada, fluxo
- εισόδημα στα πορτογαλικά - inclusiva, juro, renda, provento, receita, rendimentos, rendimento, ...
- εκατομμύριο στα πορτογαλικά - milhão, modista, milhões, milhões de, milhão de
Τυχαίες λέξεις
Εισχωρώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: infestar, infiltrar, penetrar, penetram, penetração, penetre, penetra
Μεταφράσεις: infestar, infiltrar, penetrar, penetram, penetração, penetre, penetra