Εκλεκτικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εκλεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
селективен, селективна, селективно, селективни, избирателно
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλεκτικός
επιλεκτικός συνώνυμο, εκλεκτός συνώνυμα, εκλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης σεροτονίνης, εκλεκτικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εκλεκτικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εκλέξιμος στα βουλγαρικά - избираем, приемлив, допустими, допустимите, отговаря на условията
- εκλειπτική στα βουλγαρικά - еклиптика, еклиптичен, еклиптичната, еклиптичния, еклиптиката
- εκλεκτός στα βουλγαρικά - избран, мача, за мача, избрана, избрания
- εκλεπτυσμένος στα βουλγαρικά - изтънчен, изискан, усъвършенствана, сложна, сложни
Τυχαίες λέξεις
Εκλεκτικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: селективен, селективна, селективно, селективни, избирателно
Μεταφράσεις: селективен, селективна, селективно, селективни, избирателно