Εκλεκτικός στα γερμανικά
Μετάφραση: εκλεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
selektiv, selektive, selektiven, selektiver, selektives
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλεκτικός
επιλεκτικός συνώνυμο, εκλεκτός συνώνυμα, εκλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης σεροτονίνης, εκλεκτικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, εκλεκτικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εκλέξιμος στα γερμανικά - geeignet, auswählbare, wahlfähige, wählbar, berechtigt, qualifizierten, förderfähigen
- εκλειπτική στα γερμανικά - Ekliptik, ekliptischen, Sonnenbahn, ekliptikale, ekliptische
- εκλεκτός στα γερμανικά - auslese, alternative, sortiment, auswahl, wahl, gewählt, ausgewählt, ...
- εκλεπτυσμένος στα γερμανικά - heikel, hintergründig, smart, fein, raffiniert, scharfsinnig, schick, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκλεκτικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: selektiv, selektive, selektiven, selektiver, selektives
Μεταφράσεις: selektiv, selektive, selektiven, selektiver, selektives