Εκλεκτικός στα δανικά
Μετάφραση: εκλεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
selektiv, selektive, selektivt, en selektiv
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλεκτικός
επιλεκτικός συνώνυμο, εκλεκτός συνώνυμα, εκλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης σεροτονίνης, εκλεκτικός λεξικό γλώσσας δανικά, εκλεκτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- εκλέξιμος στα δανικά - støtteberettigede, støtteberettiget, berettiget, berettigede, ydes
- εκλειπτική στα δανικά - ekliptika, ecliptic, ekliptiske, eklipse
- εκλεκτός στα δανικά - valg, valgt, valgte, vælges, udvalgt, er valgt
- εκλεπτυσμένος στα δανικά - elegant, sofistikerede, sofistikeret, avanceret, avancerede, raffineret
Τυχαίες λέξεις
Εκλεκτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: selektiv, selektive, selektivt, en selektiv
Μεταφράσεις: selektiv, selektive, selektivt, en selektiv