Εκλεκτικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: εκλεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
selectief, selectieve
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλεκτικός
επιλεκτικός συνώνυμο, εκλεκτός συνώνυμα, εκλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης σεροτονίνης, εκλεκτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκλεκτικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εκλέξιμος στα ολλανδικά - geschikt, aanmerking, aanmerking komende, in aanmerking komende, in aanmerking
- εκλειπτική στα ολλανδικά - ecliptica, eclipticale, ecliptisch, ecliptische, de ecliptica
- εκλεκτός στα ολλανδικά - keus, alternatief, keuze, optie, keur, verkiezing, uitgekozen, ...
- εκλεπτυσμένος στα ολλανδικά - zwierig, keurig, delicaat, net, subtiel, fijn, iel, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκλεκτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: selectief, selectieve
Μεταφράσεις: selectief, selectieve