Εκλεκτικός στα τσεχικά
Μετάφραση: εκλεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
eklektik, eklektický, selektivní, výběrové, selective, selektivním, selektivního
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλεκτικός
επιλεκτικός συνώνυμο, εκλεκτός συνώνυμα, εκλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης σεροτονίνης, εκλεκτικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, εκλεκτικός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- εκλέξιμος στα τσεχικά - oprávněný, vhodný, způsobilý, způsobilé, nárok, způsobilá, způsobilí
- εκλειπτική στα τσεχικά - ekliptika, ekliptický, ekliptiky, ekliptická, ekliptice
- εκλεκτός στα τσεχικά - alternativa, výkvět, výběr, elita, volba, sortiment, zvolený, ...
- εκλεπτυσμένος στα τσεχικά - vkusný, elegantní, úpravný, důvtipný, uhlazený, bystrý, subtilní, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκλεκτικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: eklektik, eklektický, selektivní, výběrové, selective, selektivním, selektivního
Μεταφράσεις: eklektik, eklektický, selektivní, výběrové, selective, selektivním, selektivního