Εκλεκτικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: εκλεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
еклектичний, еклектик, селективний, селективним
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλεκτικός
επιλεκτικός συνώνυμο, εκλεκτός συνώνυμα, εκλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης σεροτονίνης, εκλεκτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εκλεκτικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εκλέξιμος στα ουκρανικά - підходящий, придатний, бажаний, підхожий, право, права
- εκλειπτική στα ουκρανικά - екліптика
- εκλεκτός στα ουκρανικά - альтернатива, вибір, вибраний, обраний, Вибрана, вибране, Узятий
- εκλεπτυσμένος στα ουκρανικά - елегантний, вишуканий, витончений, украдливий, хитрий, очистити, вдосконалити, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκλεκτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: еклектичний, еклектик, селективний, селективним
Μεταφράσεις: еклектичний, еклектик, селективний, селективним