Εκτελώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εκτελώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
представлява, изпълнява, извършване, изпълняват, извършите, извърши
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκτελώ
ρήμα αποτελώ, εκτελώ χρέη, εκτελώ συνώνυμο, εκτελώ στα αγγλικά, εκτελώ καθήκοντα, εκτελώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εκτελώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εκτείνομαι στα βουλγαρικά - разперен, разпростирам, разстлан, разперени, разпери
- εκτείνω στα βουλγαρικά - разперен, разпростирам, разстлан, разперени, разпери
- εκτεταμένα στα βουλγαρικά - обширно, широко, екстензивно, подробно, голяма степен
- εκτεταμένος στα βουλγαρικά - обширен, екстензивен, обширна, богат, обширната
Τυχαίες λέξεις
Εκτελώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: представлява, изпълнява, извършване, изпълняват, извършите, извърши
Μεταφράσεις: представлява, изпълнява, извършване, изпълняват, извършите, извърши