Εκτελώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εκτελώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рабiць, выконваць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκτελώ
ρήμα αποτελώ, εκτελώ χρέη, εκτελώ συνώνυμο, εκτελώ στα αγγλικά, εκτελώ καθήκοντα, εκτελώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εκτελώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εκτείνομαι στα λευκορωσικά - размах, распасцёрты, павешаны
- εκτείνω στα λευκορωσικά - размах, распасцёрты, павешаны
- εκτεταμένα στα λευκορωσικά - многа, шмат, шырока
- εκτεταμένος στα λευκορωσικά - шыпокi, шырокі, вялікі, прасторны
Τυχαίες λέξεις
Εκτελώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: рабiць, выконваць
Μεταφράσεις: рабiць, выконваць