Εκτελώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εκτελώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вршат, изврши, вршење на, извршување на, вршење
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκτελώ
ρήμα αποτελώ, εκτελώ χρέη, εκτελώ συνώνυμο, εκτελώ στα αγγλικά, εκτελώ καθήκοντα, εκτελώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εκτελώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εκτείνομαι στα σλαβομακεδονικά - раширени, распространет, разгрнам
- εκτείνω στα σλαβομακεδονικά - раширени, распространет, разгрнам
- εκτεταμένα στα σλαβομακεδονικά - опширно, екстензивно, интензивно, широко, нашироко
- εκτεταμένος στα σλαβομακεδονικά - обемна, долгогодишно, широко, широка, богата
Τυχαίες λέξεις
Εκτελώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: вршат, изврши, вршење на, извршување на, вршење
Μεταφράσεις: вршат, изврши, вршење на, извршување на, вршење