Εκτελώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: εκτελώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaidinti, atlikti, vykdyti, atlieka, vykdo, įvykdyti
Εκτελώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτελώ

ρήμα αποτελώ, εκτελώ χρέη, εκτελώ συνώνυμο, εκτελώ στα αγγλικά, εκτελώ καθήκοντα, εκτελώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εκτελώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εκτείνομαι στα λιθουανικά - tęstis, išplitimas, išplitimą, išplitęs, išplėstas, išskleistas
  • εκτείνω στα λιθουανικά - tęstis, išplitimas, išplitimą, išplitęs, išplėstas, išskleistas
  • εκτεταμένα στα λιθουανικά - plačiai, išsamiai, ekstensyviai, intensyviai, aktyviai
  • εκτεταμένος στα λιθουανικά - platus, išsami, išsamios, plati, plačiai
Τυχαίες λέξεις
Εκτελώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vaidinti, atlikti, vykdyti, atlieka, vykdo, įvykdyti