Εντοιχισμένος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εντοιχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вграждане, Монтиране наравно с повърхността, идеално вградени, за вграждане, и идеално вградени
Εντοιχισμένος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντοιχισμένος

φούρνος μικροκυμάτων εντοιχιζόμενος, εντοιχισμένος φούρνος, εντοιχισμένος αγγλικα, εντοιχισμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εντοιχισμένος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εντείνω στα βουλγαρικά - активизира, засили, усили, засилят, се засили
  • εντελώς στα βουλγαρικά - напълно, изцяло, съвсем, пълно, напълно да
  • εντολή στα βουλγαρικά - постановление, предписание, клуб, мандат, орден, команда, командния, ...
  • εντολοδόχος στα βουλγαρικά - представител, представителна, представителен, представителни, представител на
Τυχαίες λέξεις
Εντοιχισμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вграждане, Монтиране наравно с повърхността, идеално вградени, за вграждане, и идеално вградени