Εντοιχισμένος στα δανικά

Μετάφραση: εντοιχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
indbygning, Indbygget, planforsænket, planforsænkede, Det flushmonterede
Εντοιχισμένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντοιχισμένος

φούρνος μικροκυμάτων εντοιχιζόμενος, εντοιχισμένος φούρνος, εντοιχισμένος αγγλικα, εντοιχισμένος λεξικό γλώσσας δανικά, εντοιχισμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εντείνω στα δανικά - intensivere, styrke, at intensivere, øge, forstærke
  • εντελώς στα δανικά - all, meget, ganske, særlig, helt, fuldstændigt, fuldstændig, ...
  • εντολή στα δανικά - bestilling, ordning, dekret, styre, orden, beherske, befaling, ...
  • εντολοδόχος στα δανικά - repræsentativ, repræsentative, repræsentativt, repræsentant, repræsenterer
Τυχαίες λέξεις
Εντοιχισμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: indbygning, Indbygget, planforsænket, planforsænkede, Det flushmonterede