Εντοιχισμένος στα ουγγρικά
Μετάφραση: εντοιχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
süllyesztett
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντοιχισμένος
φούρνος μικροκυμάτων εντοιχιζόμενος, εντοιχισμένος φούρνος, εντοιχισμένος αγγλικα, εντοιχισμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εντοιχισμένος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εντείνω στα ουγγρικά - erősödik, fokozza, fokozzák, intenzívebbé, fokozni
- εντελώς στα ουγγρικά - teljesen, teljes, teljes mértékben, teljes egészében, tökéletesen
- εντολή στα ουγγρικά - lovagrend, megrendelés, vezényszó, csapatok, irányítás, megbízás, szerzetesrend, ...
- εντολοδόχος στα ουγγρικά - képviselő, reprezentatív, képviselője, képviselőjének, képviseleti
Τυχαίες λέξεις
Εντοιχισμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: süllyesztett
Μεταφράσεις: süllyesztett