Εντοιχισμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: εντοιχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sobitatud, kohaldatud, süvipaigaldus, Seina sisse paigaldatav, süvispaigaldusega
Εντοιχισμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντοιχισμένος

φούρνος μικροκυμάτων εντοιχιζόμενος, εντοιχισμένος φούρνος, εντοιχισμένος αγγλικα, εντοιχισμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, εντοιχισμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εντείνω στα εσθονικά - kõrgendama, kõrgenema, tõhustama, süvendama, tõhustada, intensiivistama, intensiivistada
  • εντελώς στα εσθονικά - täpselt, päris, üldse, üleni, tervikuna, täielikult, hoopis, ...
  • εντολή στα εσθονικά - käsutama, tellimus, ordu, juhtima, kord, käsk, käsu, ...
  • εντολοδόχος στα εσθονικά - esindaja, esindajale, tüüpiline, tüüpilised
Τυχαίες λέξεις
Εντοιχισμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sobitatud, kohaldatud, süvipaigaldus, Seina sisse paigaldatav, süvispaigaldusega