Εντοιχισμένος στα λιθουανικά

Μετάφραση: εντοιχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įleistiniai, + Įleistiniai
Εντοιχισμένος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντοιχισμένος

φούρνος μικροκυμάτων εντοιχιζόμενος, εντοιχισμένος φούρνος, εντοιχισμένος αγγλικα, εντοιχισμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εντοιχισμένος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εντείνω στα λιθουανικά - suintensyvinti, stiprinti, sustiprinti, aktyviau, intensyvinti
  • εντελώς στα λιθουανικά - visai, visiškai, pilnai, galo
  • εντολή στα λιθουανικά - vertinti, rūšis, komanda, tvarka, klubas, įsakas, rangas, ...
  • εντολοδόχος στα λιθουανικά - atstovas, atvaizduoja, atstovo, atstovą, atstovui
Τυχαίες λέξεις
Εντοιχισμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įleistiniai, + Įleistiniai