Εντοιχισμένος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εντοιχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тесно поставени
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντοιχισμένος
φούρνος μικροκυμάτων εντοιχιζόμενος, εντοιχισμένος φούρνος, εντοιχισμένος αγγλικα, εντοιχισμένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εντοιχισμένος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εντείνω στα σλαβομακεδονικά - интензивираат, се интензивираат, се интензивира, интензивира, интензивирање на
- εντελώς στα σλαβομακεδονικά - целосно, сосема, во целост, комплетно, потполно
- εντολή στα σλαβομακεδονικά - команда, командата, командната, командна, команда за
- εντολοδόχος στα σλαβομακεδονικά - претставник, претставникот, претставник на, застапник, репрезентативен
Τυχαίες λέξεις
Εντοιχισμένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: тесно поставени
Μεταφράσεις: тесно поставени