Εντοιχισμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: εντοιχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innfelldu, innfelldri, Innfelld, innfellda, innfelldar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντοιχισμένος
φούρνος μικροκυμάτων εντοιχιζόμενος, εντοιχισμένος φούρνος, εντοιχισμένος αγγλικα, εντοιχισμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εντοιχισμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εντείνω στα ισλανδικά - magnað, efla, auka, að efla, magnast
- εντελώς στα ισλανδικά - alveg, alls, algerlega, algjörlega, fullkomlega, fullu
- εντολή στα ισλανδικά - skipan, fyrirskipa, ráða, fyrirskipun, stjórn, skipun, skipunina, ...
- εντολοδόχος στα ισλανδικά - fulltrúi, fulltrúa, dæmigert, dæmigerð, dæmigert fyrir
Τυχαίες λέξεις
Εντοιχισμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: innfelldu, innfelldri, Innfelld, innfellda, innfelldar
Μεταφράσεις: innfelldu, innfelldri, Innfelld, innfellda, innfelldar