Εντοιχισμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εντοιχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
embutir, de embutir, encastrado, encastrar, de encastrar
Εντοιχισμένος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντοιχισμένος

φούρνος μικροκυμάτων εντοιχιζόμενος, εντοιχισμένος φούρνος, εντοιχισμένος αγγλικα, εντοιχισμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εντοιχισμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εντείνω στα πορτογαλικά - intensificar, intensificar a, intensificar os, intensifique, intensificar o
  • εντελώς στα πορτογαλικά - inteiramente, só, sozinho, único, inteiro, são, completamente, ...
  • εντολή στα πορτογαλικά - ordenar, reservar, arranjo, estabelecer, prescrição, mandato, decretos, ...
  • εντολοδόχος στα πορτογαλικά - representante, representativo, representativa, representativos, representante de
Τυχαίες λέξεις
Εντοιχισμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: embutir, de embutir, encastrado, encastrar, de encastrar