Εντοιχισμένος στα γερμανικά

Μετάφραση: εντοιχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zugeschnitten, Unterputz, versenktes
Εντοιχισμένος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντοιχισμένος

φούρνος μικροκυμάτων εντοιχιζόμενος, εντοιχισμένος φούρνος, εντοιχισμένος αγγλικα, εντοιχισμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, εντοιχισμένος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • εντείνω στα γερμανικά - erhöhen, steigern, intensivieren, verstärken, verschärfen, zu intensivieren, Intensivierung
  • εντελώς στα γερμανικά - recht, völlig, vollkommen, durchaus, schlechthin, vollständig, insgesamt, ...
  • εντολή στα γερμανικά - führungsstab, beherrschen, bestellung, schätzen, anordnen, auftrag, befehl, ...
  • εντολοδόχος στα γερμανικά - bevollmächtigte, rechtsnachfolger, abtretungsempfänger, zessionar, Vertreter, repräsentativ, repräsentativen, ...
Τυχαίες λέξεις
Εντοιχισμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: zugeschnitten, Unterputz, versenktes