Ηλικίας στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ηλικίας, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възраст, г., възрастта, възрастова, мъж
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλικίας
όρια ηλικίασ, υπολογισμός ηλικίας, ανεξαρτήτου ηλικίασ, διαφορά ηλικίας, ηλικίας λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ηλικίας στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ηλιακός στα βουλγαρικά - слънчев, слънчева, слънчевата, соларна, соларната
- ηλικία στα βουλγαρικά - възраст, г., възрастта, възрастова, мъж
- ηλικιωμένος στα βουλγαρικά - възрастен, възрастни хора, за възрастни хора, напреднала възраст, възрастна
- ηλιόλουστος στα βουλγαρικά - слънчево, слънчев, слънчева, слънчевия, Слънчевият
Τυχαίες λέξεις
Ηλικίας στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: възраст, г., възрастта, възрастова, мъж
Μεταφράσεις: възраст, г., възрастта, възрастова, мъж