Ηλικίας στα ολλανδικά

Μετάφραση: ηλικίας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oud, leeftijd, tijdperk, ouderdom, jaar, de leeftijd
Ηλικίας στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλικίας

όρια ηλικίασ, υπολογισμός ηλικίας, ανεξαρτήτου ηλικίασ, διαφορά ηλικίας, ηλικίας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηλικίας στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ηλιακός στα ολλανδικά - zonne-, zonne, solar
  • ηλικία στα ολλανδικά - tijdperk, ouderdom, leeftijd, jaar, de leeftijd
  • ηλικιωμένος στα ολλανδικά - oud, ouderen, bejaarden, bejaarde, oudere, ouderenzorg
  • ηλιόλουστος στα ολλανδικά - opgewekt, zonnig, vrolijk, zonnige, het zonnige, zon
Τυχαίες λέξεις
Ηλικίας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: oud, leeftijd, tijdperk, ouderdom, jaar, de leeftijd