Ηλικίας στα γερμανικά
Μετάφραση: ηλικίας, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ältlich, bejahrt, älter, gealtert, ältere, Alter, Alters, Zeitalter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλικίας
όρια ηλικίασ, υπολογισμός ηλικίας, ανεξαρτήτου ηλικίασ, διαφορά ηλικίας, ηλικίας λεξικό γλώσσας γερμανικά, ηλικίας στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ηλιακός στα γερμανικά - Solar-, Sonnen-, Solar, Sonnen
- ηλικία στα γερμανικά - altern, lebensdauer, zeitalter, alter, lebensalter, Alter, Alters, ...
- ηλικιωμένος στα γερμανικά - bejahrt, gealtert, ältlich, ältere, älter, Alten, älteren
- ηλιόλουστος στα γερμανικά - froh, sonnig, heiter, vergnügt, sonnigen, sonnige, Sunny, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηλικίας στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ältlich, bejahrt, älter, gealtert, ältere, Alter, Alters, Zeitalter
Μεταφράσεις: ältlich, bejahrt, älter, gealtert, ältere, Alter, Alters, Zeitalter