Ηλικίας στα γαλλικά
Μετάφραση: ηλικίας, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vieille, vieillîmes, vieilles, âgé, vieux, vieillirent, vieilli, ancien, âge, l'âge, ans, âge de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλικίας
όρια ηλικίασ, υπολογισμός ηλικίας, ανεξαρτήτου ηλικίασ, διαφορά ηλικίας, ηλικίας λεξικό γλώσσας γαλλικά, ηλικίας στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- ηλιακός στα γαλλικά - solaire, ensoleillé, solaires, énergie solaire, soleil, l'énergie solaire
- ηλικία στα γαλλικά - vieillissent, époque, vieillir, vieillis, âge, vieillissons, vieillesse, ...
- ηλικιωμένος στα γαλλικά - vieilles, ancien, vieillîmes, vieille, vieux, vieilli, vieillirent, ...
- ηλιόλουστος στα γαλλικά - gai, serein, ensoleille, ensoleillé, solaire, joyeux, ensoleillée, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηλικίας στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: vieille, vieillîmes, vieilles, âgé, vieux, vieillirent, vieilli, ancien, âge, l'âge, ans, âge de
Μεταφράσεις: vieille, vieillîmes, vieilles, âgé, vieux, vieillirent, vieilli, ancien, âge, l'âge, ans, âge de