Ηλικίας στα ουκρανικά

Μετάφραση: ηλικίας, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
древній, старики, вік, року
Ηλικίας στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλικίας

όρια ηλικίασ, υπολογισμός ηλικίας, ανεξαρτήτου ηλικίασ, διαφορά ηλικίας, ηλικίας λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ηλικίας στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ηλιακός στα ουκρανικά - сонячний, сонячна
  • ηλικία στα ουκρανικά - вік, року
  • ηλικιωμένος στα ουκρανικά - древній, старики, літній, літня, літньої, похилий, немолодий
  • ηλιόλουστος στα ουκρανικά - сонячний, радісний, веселий, сонячне, сонячного
Τυχαίες λέξεις
Ηλικίας στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: древній, старики, вік, року