Ηλικίας στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ηλικίας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idade, anos, era, a idade, etária
Ηλικίας στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλικίας

όρια ηλικίασ, υπολογισμός ηλικίας, ανεξαρτήτου ηλικίασ, διαφορά ηλικίας, ηλικίας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ηλικίας στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ηλιακός στα πορτογαλικά - solar, solares, energia solar, solar de
  • ηλικία στα πορτογαλικά - época, quadra, envelhecer, idade, anos, era, a idade, ...
  • ηλικιωμένος στα πορτογαλικά - idoso, idosos, idosa, pessoas idosas, de idosos
  • ηλιόλουστος στα πορτογαλικά - alegre, jovial, festivo, ensolarado, ensolarada, sol, de sol, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηλικίας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: idade, anos, era, a idade, etária